Η κουνούκλα ή κιστός είναι αρωματικός αυτοφυής θάμνος που ανήκει στην οικογένεια των κιστιδών. Τα φύλλα του είναι μικρά και χνουδωτά, τα άνθη του έχουν χρώμα ροζ ή λευκό, μοιάζουν τσαλακωμένα και βρίσκονται μεμονωμένα ή σε ομάδες. Ευδοκιμεί στη Μεσόγειο γενικά και ιδιαίτερα στην Κρήτη σε σημεία με αυξημένη υγρασία. Στη μυθολογία αναφέρεται ως το φυτό που για χάρη του καυγάδισαν οι θεοί του Ολύμπου με τις θεές γιατί οι θεοί θέλησαν να δώσουν θεραπευτικές ιδιότητες στον κίστο ενώ οι θεές καλλωπιστικές και έτσι απέκτησε και τις δύο ιδιότητες. Οι μέλισσες συλλέγουν τη γύρη, το νέκταρ και και τη ρητίνη από τον κίστο για να φτιάξουν την πρόπολη.Χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα ενάντια στη χολέρα. Ο Ρωμαίος γιατρός Celsus το χρησιμοποιούσε ως έμπλαστρο σε κακοήθη σαρκώματα και ο Ορειβάσιος Περγαμηνός παρασκεύαζε αλοιφή κατά της τριχόπτωσης με πρώτη ύλη το λάβδανο. Ανακουφίζει σε προβλήματα του στομάχου, του εντέρου και δρα κατά της παχυσαρκίας.Είναι καταπραϋντικό, στυπτικό, σπασμολυτικό, κατά της αϋπνίας, ελαττώνει τα συμπτώματα της βρογχίτιδας, και είναι αναλγητικό. Είναι καλό να χρησιμοποιείται προληπτικά για την αποφυγή κρυολογήματος και άλλων ασθενειών.