Ο Κουρκουμάς είναι ριζοματοειδές, ποώδες, πολυετές φυτό της ίδιας οικογένειας με το τζίντζερ. Χρησιμοποιείται εκτενώς ως συστατικό στη παραγωγή του μείγματος «κάρυ» που χαρακτηρίζει τα ινδικά φαγητά. Χρήσιμο τμήμα του φυτού είναι η ρίζα του ολόκληρη ή κομμένη. Ο όρος Κουρκουμάς προέρχεται από την αραβική λέξη kurkum, που σημαίνει saffron και αναφέρεται στο χαρακτηριστικό κίτρινο χρώμα του ριζώματος. Ο νεότερος όρος turmeric προέρχεται από το terra merita, που στα Μεσαιωνικά Λατινικά σήμαινε αξιέπαινη γη (meritorious earth), γεγονός που επίσης αναφέρεται στο χρώμα του αλεσμένου ριζώματος, που μοιάζει με ορυκτή χρωστική. Τα ριζώματα της κιτρινόριζας βράζονται, στη συνέχεια ψήνονται σε φούρνους και μετά αλέθονται και παραλαμβάνουμε έτσι την γνωστή κίτρινη σκόνη. Η τριμμένη κιτρινόριζα χρησιμοποιείται στις κουζίνες της Νοτίου Ασίας και της Μέσης Ανατολής, ως συστατικό σε μείγματα κάρυ αλλά και ως χρωστική είτε σε διάφορα παρασκευάσματα ή ακόμη και σε υφάσματα. Πιο διαδεδομένα η κιτρινόριζα είναι ένα από τα βασικά συστατικά της μουστάρδας. Ως πρόσθετο στα τρόφιμα η κιτρινόριζα χρησιμοποιείται γιατί παρέχει στο τρόφιμο προστασία από την ηλιακή ακτινοβολία